ο αγώνας τελειώνει πάντα είτε με νίκη είτε με ήττα...ποτέ με παράδοση

Το αετόπουλο

Την εσοχή ενός απόκρυφου βράχου στην κορυφή της Οίτης διάλεξε ένα ζευγάρι αετών να φτιάξει τη φωλιά του. Μαζί τους μεγάλωνε με αγάπη, στοργή και περισσή  φροντίδα, ένα αετόπουλο, το δικό τους αετόπουλο.
Όσο ο καιρός περνούσε, το αετόπουλο μεγάλωνε και γινόταν ένα πραγματικά όμορφο και τρομερό πλάσμα. Από μικρό έδειχνε την ιδιαιτερότητά του είδους του, η ματιά σου αμέσως αιχμαλωτίζονταν όταν έπεφτε επάνω του και σου ήταν, αδύνατον να την ξεκολλήσεις απο εκεί. 
Τι να πρωτοθαυμάσει κανείς σ'αυτό το θεσπέσιο πλάσμα? Την ομορφιά του, την κορμοστασιά του, την εξυπνάδα του, το θάρρος του το αεικίνητο γεμάτο ανησυχία βλέμμα του ή εκείνο το αγέρωχο ύφος του είδους του? 
Οι γονείς του μεγάλο καμάρι το είχαν και άοκνα με ζήλο, αγάπη και κατανόηση βάλθηκαν να το εκπαιδεύσουν, δεν τους κούρασε πολύ, καθόλου θα έλεγα, από πολύ νωρίς είχε δείξει την έφεσή του για μάθηση, έτσι από τα πρώτα κιόλας μαθήματα άρχισε να λικνίζεται στον αέρα 
Στην αρχή του έλειπε η αυτοπεποίθηση, του έλειπε η γνώση, και η εμπειρία, ο φόβος επικρατούσε, γύριζε στη φωλιά της οικογενειακής σιγουριάς και ύστερα  από λίγο επαναλάμβανε το τόλμημα. Στην αρχή αυτό γινόταν κάτω από το άγρυπνο βλέμμα των δικών του, σιγά σιγά όμως με τη θέληση και το απαράμιλλο θάρρος που διέθετε απέκτησε γρήγορα την αυτοκυριαρχία του και άρχισε να δεσπόζει στους αιθέρες. Ήταν μεγάλο το κέφι του για μάθηση και πείσμων όπως ήταν άρχισε να κατακτά τη γνώση καλπάζοντας και ως εκ τούτου, μη αρκούντως προσεκτικά ήθελε να τελειώσει μαι ώρα νωρίτερα, βιαζόταν να κάνει αισθητή τη παρουσία του μέσα στο φτερωτό κόσμο της πλάσης, να διεκδικήσει την θέση του είδος του ανάμεσά τους, βιαζόταν για την κατάκτηση αυτής της ίδιας της ζωής, της  αξίας να είσαι ελεύθερος και γνώστης.
Η μοίρα όμως αλλιώς ήθελε...
Μια ημέρα, εκεί που ψηλά πετούσε και δοκίμαζε τα φτερά του, παίζοντας με τα ρεύματα του αέρα, και κάνοντας ανέμελα τα ακροβατικά του, ένας...θεριακλής κυνηγός, μη όντας άξιος για κάτι καλύτερο, αφού θαύμασε για αρκετή ώρα την επιδεξιότητά του, τη δύναμή του και την ικανότητά του, ωσάν μέσα του κάποια άγρια ένστικτα να ξύπνησαν, ωσάν να ζήλωσε τη χάρη του, σήκωσε ασυλλόγιστα το τουφέκι του και έριξε..
Το σκάγι πέτυχε το στόχο, χτύπησε το αετόπουλο, κατάστηθα, εκείνο δεν μπόρεσε να κρατηθεί, το χτύπημα ήταν κέραιο, έπεσε πληγωμένο στη γη. Ο...θεριακλής κυνηγός, έτρεξε κοντά του γεμάτος χαρά για το για το κατόρθωμά του και με πολύ προφύλαξη, έσκυψε και το πήρε στα χέρια του, ο φόβος μήπως του χυμίξει και του χώσει βαθιά τα γαμψά του νύχια στα μισόκλειστα, από το φόβο μάτια του και στην άπονη καρδιά του, τον έκανε να είναι πολύ προσεκτικός
Όπως το κρατούσε σφικτά στα χέρια του και το περιεργαζόταν , ένιωθε την αθώα και άδουλη καρδούλα του να κτυπά δυνατά και φοβισμένη στο πληγωμένο του στήθος. 
Στην αρχή εκεί που το περιεργαζόταν κάποια φλογίτσα ανθρωπιάς φώτισε το μυαλό του και σκέφθηκε για μια στιγμή να το αφήσει ελεύθερο, αφού έτσι κι αλλιώς του ήταν άχρηστο, άλλωστε είχε αποδείξει πλέον και μάλιστα κατά τον...καλύτερο τρόπο, την δυνατότητα του...καλού σκοπευτού και είχε κατά κάποιο τρόπο ικανοποιήσει αυτή του την ανάγκη.
Γρήγορα όμως άλλαξε γνώμη και με επιδέξιες κινήσεις, έδεσε το αετόπουλο από τα πόδια, το κρέμασε επιδεικτικά στο σακίδιό του, αποφασίζοντας να το βάλει στο κλουβί, ικανοποιώντας έτσι και μία άλλη του ανάγκη , αυτή του εγωισμού. Όπως το είχε σκεφτεί έτσι και το έκανε. Όταν έφτασε στο σπίτι του, ξεκρέμασε το αετόπουλο από το σακίδιό του και αφού, με πολύ καμάρι και αυταρέσκεια το έκανε θέαμα στα μέλη της οικογένειάς του, το έβαλε σε ένα συρμάτινο κλουβί δίπλα στο κοτέτσι για να μάθει τι σημαίνει ζωή...
Γρήγορα όμως, θα πάρει και ο ίδιος το μάθημά του, θα μάθει πως άλλο πουλί είναι ο αετός και άλλο η κότα, μπορεί να είναι και τα δύο πουλιά αλλά η διαφορά τους είναι ασύγκριτα μεγάλη. 
Οι γονείς του, που το αγνάντευαν άγρυπνα από μακρυά, καθισμένοι στη κορυφή του βράχου, λίγο, πιο πάνω από τη φωλιά τους και το καμάρωναν είδαν το αετόπουλο να πέφτει, στην αρχή νόμισαν ότι είναι μια από τις εφορμήσεις που του άρεσε να κάνει αλλά γρήγορα διαπίστωσαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει, πέταξαν έντρομοι αμέσως στο χώρο που έπεσε και εκεί είδαν το..."χάρο" που χε βγει παγανιά, να κρεμάει το αετόπουλο από τα πόδια στο σακίδιο του και να παίρνει το δρόμο του γυρισμού. Με την ψυχή στο στόμα και με όση δύναμη τους έμεινε, πέταξαν ψηλά και κούρνιασαν στη φωλιά τους, μένοντας ο ένας δίπλα στον άλλον, αμίλητοι.
Ο πόνος, θηλιά στο λαιμό τους τους έπνιξε. η λύπη, τους είχε καταβάλει, το κέφι για ζωή, χάθηκε, η απελπισία τους κυρίευσε, έμειναν εκεί ακίνητοι, και απαρηγόρητοι, περιμένοντας με πίστη το θαύμα.
Οι φτερούγες τους, σαν να βάρυναν στις πλάτες τους, αφέθεισαν ελεύθερες να πέσουν, ακούμπησαν στο βράχο, δίπλα στα πόδια τους, λίγο να ξαποστάσουν (ένδειξη κούρασης ακόμα και γι' αυτούς)
Οι πολεμιστές κρατούν πλέον τα όπλα παραπόδα, λίγο πριν τα αποθέσουν. Δεν πέρασε πολύς καιρός και το αετόπουλο, έτσι πείσμων όπως ήταν, δεν άργησε να ξαναφορέσει την πανοπλία του, το δυνατό του μυαλό άρχισε να λειτουργεί, η αστραφτερή του ματιά ξαναγύρισε στα θολά από την πίκρα μάτια του, το αγέρωχο ύφος του είδος του, επανήλθε, η αδάμαστη καρδιά του είχε κάνει, το θαύμα της, αλλά η θλίψη όμως δεν έφυγε έμεινε βαθιά μέσα του ριζωμένη, και στο βάθος των ματιών του, έβλεπες να καθρεπτίζεται καθαρά η πονεμένη του καρδιά, ο πληγωμένος του εαυτός...
Πόσο θα ήθελε ν' απλώσει λίγο τις φτερούγες του να ξεμουδιάσουν, ο περιορισμένος χώρος δεν του το επιτρέπει, να ζητήσει κάτι καλύτερο δεν συνάδει με τις αρχές του. 
Ο "δυνάστης" του, δεν ξέρει ότι το "Η' ταν ή επί τας" είναι το ιδανικό του? Είναι το πιστεύω του? Είναι η αρχή του? Είναι η θέσις του για τη ζωή?
Κρίμα!!!


-Άρης-

Δήλωση άρνησης σίτισης της Κωνσταντίνας Γ. Σχίζα


                                                                                                                                       11.05.2010                                                                                                                                          

Όταν η γεωκεντρική θεωρία, άρχισε να κλονίζεται από τις καινούριες παρατηρήσεις των κινήσεων των πλανητών, οι οπαδοί της, οι Αλεξανδρινοί σοφοί, αντί να εξετάσουν, ως όφειλαν, εκ νέου, τα στοιχεία κ να τολμήσουν, μετά παρρησίας, να απορρίψουν την παλαιά, ορίζοντας νέα θεωρία, αυτοί επέλεξαν να προσθέσουν νέους κύκλους, που αποκαλούσαν επικύκλους, παραβλέποντας, ηθελημένα, το γεγονός ότι η ανάγκη εφεύρεσης συμπληρωματικών υποθέσεων, είναι εκείνη, που, κατεξοχήν, αποτελεί, όχι μόνο, την ισχυρότερη ένδειξη ανυπόστατης θεωρίας, αλλά αποτελεί κ την αδιαμφισβήτητη απόδειξη ότι οι θέτοντες αυτές τις συμπληρωματικές υποθέσεις, σίγουρα, δεν διακρίνονται ούτε για την ευφυΐα του σθένους τους, αλλά ούτε κ για το σθένος της ευφυΐας τους.
Αυτή, λοιπόν, η ιλαρή μέθοδος των επικύκλων, είναι και η επιλεγείσα από τις δικαστικές αρχές, μέθοδος διαχρονικής αντιμετώπισής μου, της οποίας δει(η)γματοληπτικά κ μόνο, αναφέρω ως αντιπροσωπευτικά στοιχεία : τον εσκεμμένο προς άγρα ευτελών εντυπώσεων, κατακερματισμό της μίας υπόθεσης σε (25) κομμάτια, αδιαφορώντας, προκλητικά, για την αρχή απόδειξης του ενιαίου της αλήθειας· την επιβολή (10) διαδοχικών προσωρινών κρατήσεων, την ίδια ημέρα, από τον ίδιο ανακριτή· την έκδοση (17) ξεχωριστών καταδικαστικών αποφάσεων, την ίδια ημέρα, από το ίδιο Δικαστήριο, το οποίο, φυσικά κ δεν προέβη, ούτε καν στην συγχώνευσή τους, φροντίζοντας με την προσήκουσα εντεταλμένη ευλάβεια να μην θέσει σε κίνδυνο την χρήσιμη μέθοδο των επικύκλων, που εξασφαλίζει την «λυσιτέλεια» της πολυπλοκότητας, που είναι το κύριο ανάχωμα για την ορθή διασαφήνιση της υπόθεσης.
            Οι Αλεξανδρινοί σοφοί, λοιπόν, επέλεξαν να εμμείνουν στην αρχική τους θεώρηση, συνεχίζοντας να προβάλλουν τη γη ως κέντρο της θεωρίας για την κίνηση των πλανητών, αναλισκόμενοι στην θεραπεία των, συνακόλουθων ανυπόστατης θεωρίας, παραδόξων, δια της μεθόδου των επικύκλων, που κατέληξε να μετατραπεί σε μεθόδευση για τη συσκότιση της πραγματικότητας, καταδικάζοντας, παράλληλα, μετά είρωνος βδελυγμίας κ εκμεταλλευόμενοι, εντελώς, το κύρος, ως εκ της θέσεώς τους, κάθε αντίθετη φωνή, που ζητούσε, βάσει στοιχείων, να ελεγχθεί κ η άποψη της θεώρησης του ήλιου, αντί της γης, στο κέντρο.
Όλα αυτά, ενώ όφειλαν, σεβόμενοι, κατά κύριο λόγο, τους εαυτούς κ την αποστολή τους, να είναι εκείνοι οι πρώτοι που θα απαιτούσαν να ελεγχθεί η αντίθετη άποψη, ακόμη και αν αυτό θα σήμαινε απόδειξη του λάθους τους.
            Ακολουθώντας το παράδειγμά τους, κ οι δικαστικές αρχές, κατά ομοιοθετική αναλογία, έχουν επιλέξει να συνεχίζουν να προβάλλουν ως κέντρο της διαλεύκανσης της υπόθεσης, την θεσφατικά προαποφασισμένη ενοχή μου, προσφεύγοντας στην αποτελεσματική μεθόδευση των επικύκλων, δια της οποίας εμφανίζεται ως αιτιολογημένη, δίκην, αυτοεπιβεβαιούμενης προφητείας, η ενοχή, που μου αποδίδεται, κ απορρίπτοντας, μετά γραφικής εμμονής, κάθε αίτημα, που, μετά αναλόγου γραφικής επιμονής, έχω υποβάλει προκειμένου να διαταχθεί διατραπεζική έρευνα, τα ευρήματα της οποίας, αξιωματικά, καταλαμβάνουν το κέντρο στη διαλεύκανση οποιασδήποτε υπόθεσης οικονομικού αδικήματος, γεγονός, που, κατά ανεξήγητα προκλητικό τρόπο, παραβλέπουν οι δικαστικές αρχές,
όπως με τον ίδιο ανεξήγητα προκλητικό τρόπο, συνεχίζουν να παραβλέπουν κ το γεγονός, ότι,όχι μόνο, όφειλαν να εγκρίνουν το αίτημά μου, αλλά κ το ότι είχαν την ιερή αδιαμφισβήτητη υποχρέωση να έχουν διατάξει την διεξαγωγή έρευνας, πριν, καν, υποβληθεί όποιο αίτημα, κ σαφέστατα, πριν κρεμάσουν την ταμπέλα του ενόχου στον λαιμό μου.
            Σ’αυτό το σημείο,  το δόκιμα αναμενόμενο, θα ήταν να οριοθετήσω το πλαίσιο της εμπλοκής μου με την Δικαιοσύνη, τις συνθήκες, που οδήγησαν στον εγκλεισμό μου, καθώς και την εξελικτική πορεία της φαιδρής κυκλικότητας των ανερμάτιστων δικαστικών ενεργειών, στην οποία υπόκειμαι, ευπειθώς μεν, απροσκύνητα δε.
            Πράγματι, επί <7,5> χρόνια με συνέπεια, μετρικά, ευθέως ανάλογη αυτής της φαιδρότητας, ποιοτικά, όμως, αντιστρόφως, ανάλογη αυτής, έθετα, δια εξοντωτικής, όχι απλά διεξοδικής, αναλύσεως, όλες τις παραμέτρους, στην διάθεση των δικαστικών αρχών, προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημά μου για διεξαγωγή έρευνας, αφού είχα επιλέξει να ελπίζω ότι κάθε νέο τους κέλευσμα, αποτελούσε, δυνητικά, την πιθανότητα εξόδου από το φαιδρό σύστημα των επικύκλων κ την απαρχή της μονοσήμαντης διαδικασίας, δηλαδή, της διεξαγωγής έρευνας προκειμένου, να διαυγαστεί, εν τέλει, η υπόθεση.
            Όμως, ο αυτοσεβασμός, μου επιβάλει να θέσω, πλέον, τέλος στις εξοντωτικές αναλύσεις κ να ομολογήσω ότι υποτίμησα, τόσο, την δεινότητα των δικαστικών αρχών στην χρήση της μεθόδευσης των επικύκλων, όσο κ την ακατανόητη – στα εμφανή, τουλάχιστον, πλαίσια του λειτουργήματός τους- εμμονή να κρατήσουν στο κέντρο, την ενοχή, που μου αποδίδουν, χωρίς στοιχεία, αντί να διατάξουν, την μονοσήμαντα αναγκαία έρευνα κ να ελέγξουν τα στοιχεία, που α προκύψουν.
            Οι δικαστικές αρχές, λοιπόν, που, ενώ, επί <7,5> χρόνια, έκριναν σκόπιμο να μην διατάξουν την διεξαγωγή έρευνας για την διαλεύκανση της υπόθεσης οικονομικού αδικήματος, εντούτοις, έκριναν σκόπιμο να διατάξουν, μετά από <7,5> χρόνια, την διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης για την άσκηση ποινικής δίωξης μέσω του σχηματισμού(17) νέων όχι ιλαρών, πλέον, αλλά ιταμών επικύκλων, βάσει του διατακτικού των (17) δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες, αν κ εξεδόθησαν την ίδια ημέρα, από το ίδιο δικαστήριο, ωστόσο, αυτό δεν προέβη στην συγχώνευσή τους.   
            Εντέλει, κατανόησα, τουλάχιστον, γιατί το δικαστήριο δεν συγχώνευσε τις δικαστικές αποφάσεις· κ αυτό, που ήταν, λοιπόν, πέρα από την δική μου περιορισμένη ικανότητα αντίληψης, αποδεικνύεται, ότι ήταν κατάλληλα εντεταγμένο στην εντεταλμένη μεθόδευση, καθώς η μη συγχώνευση ήταν το μέσο, που έδωσε την δυνατότητα σχηματισμού όχι ενός, αλλά (17) επικύκλων.
            Μετά κ από αυτή την πληθωρικά θεαματική εξέλιξη, θα ήταν ελεγκτέα παράλειψή μου, αν - ως(17) φορές, τουλάχιστον, έκθαμβη – δεν απέδιδα, μετά της προσήκουσας ταπεινότητας, τα αναλογούντα εύσημα στις δικαστικές αρχές, αφού, πράγματι ευφυέστατα, επέλεξαν, από την αρχή, την μεθόδευση των  επικύκλων, που εξυπηρετεί αποτελεσματικά τα σχέδια των εντολέων, τόσο στην περίπτωση των πλανητών, όσο κ στην περίπτωση όποιας, εντεταλμένης ή μη, πλάνης.
            Πέρα, όμως, κ πάνω από καθετί, αυτό το καινούριο τους εφεύρημα, είναι εκείνο, που με αναγκάζει να αποδεχθώ ρητά κ τελεσίδικα ότι δεν πρόκειται ποτέ να διαταχθεί έρευνα, οπότε, ρητά κ τελεσίδικα, πρέπει να αποδεχθώ κ ότι δεν θα έχω ποτέ την δυνατότητα να χρησιμοποιήσω το μοναδικό μου όπλο, δηλαδή, την αδιαμφισβήτητη αλήθεια των στοιχείων, που θα προέκυπταν από την έρευνα.
            Από την πρώτη στιγμή, η εμπλοκή μου με την Δικαιοσύνη, δεν σήμαινε, για μένα, ούτε προσπάθεια για την αντιμετώπιση των κατηγοριών, ούτε προσπάθεια για την απαλλαγή μου· πολύ, δε, περισσότερο, δεν σήμαινε προσπάθεια για την όποια ελάφρυνση της θέσης μου.
            Η εμπλοκή μου με την Δικαιοσύνη σηματοδότησε, για μένα, την έναρξη αγώνα για την ανόρθωση της τιμής, κ σαν τέτοιον αγώνα, τον αντιμετωπίζω κ αγωνίζομαι επί <7,5> χρόνια  .
            Αφού οι δικαστικές αρχές δεν είχαν διατάξει την διεξαγωγή της έρευνας, ξεκίνησα αυτόν τον αγώνα, στερούμενη το μοναδικό όπλο για την αξιόμαχη συμμετοχή μου.
            Ωστόσο, ξεκίνησα τον αγώνα έχοντας δύο κεφάλαια : τον αυτοσεβασμό κ την ελευθερία μου,
            Επειδή, όμως, ο αυτοσεβασμός είναι αδιαπραγμάτευτος, η μονοσήμαντη διέξοδος -κατά οξύμωρο σχήμα, αφού ισοδυναμούσε με τον εγκλεισμό μου- ήταν να ενεχυριάσω την ελευθερία μου, πράγμα, που έκανα, καθώς παρουσιάσθηκα στον Ανακριτή, χωρίς να έχει προηγηθεί, ούτε κλήτευση, αλλά ούτε κ απαγόρευση εξόδου μου από την χώρα.
            Ενεχυρίασα, εν πλήρει συνειδήσει, λοιπόν, την ελευθερία μου, υποβάλλοντας, παράλληλα, το πρώτο στην – αδιανόητη, ακόμη, τότε- θλιβερή χορεία της άκαρπης επανάληψης, αίτημα για διεξαγωγή έρευνας.
            Πράγματι, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία για την έγκριση του αιτήματός μου , αφού, δια της φυσικής μου αυτοενεχυρίασης, δινόταν στις δικαστικές αρχές, η απρόσκοπτη δυνατότητα, χωρίς την πίεση του χρόνου, αλλά κ χωρίς την πίεση του, δικαίως, προσβεβλημένου κοινού αισθήματος, να διατάξουν την αναγκαία έρευνα, θεραπεύοντας κατ’αυτόν τον τρόπο, εκείνο, που, μέχρι τότε, θεωρούσα απλή ανεπάρκειά τους, αλλά κ παρέχοντας σ’εμένα, το μοναδικό όπλο για να αγωνισθώ.
            Το κομβικό λάθος, που με παραπλάνησε, ήταν, ότι έθεσα, αξιωματικά κ άρα αμετακίνητα, την πίστη μου ότι η διαλεύκανση της υπόθεσης, δεν ήταν, μόνο, δικός μου στόχος, αλλά, ότι ήταν κ των δικαστικών αρχών ο στόχος·
ως εκ τούτου, η μόνη διαφορά, δεν θα μπορούσε να είναι άλλη, εκτός από την πορεία, που έπρεπε να ακολουθηθεί προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο κοινός, όπως πίστευα, στόχος.
            Από την μία, λοιπόν, παρακολουθούσα την επιλεγείσα από τις δικαστικές αρχές, πορεία· εκείνη, δηλαδή, των επικύκλων,
κ από την άλλη, συνέχιζα να ζητώ να ακολουθηθεί η δική μου πορεία· εκείνη, δηλαδή, της έρευνας,
            Αυτό, βέβαια, που, κάποια στιγμή έγινε αντιληπτό, ακόμη κι από εμένα, ήταν ότι οι δικαστικές αρχές δεν θα άλλαζαν πορεία κ δεν θα διέταζαν την έρευνα, αν δεν τελείωναν, πρώτα οι επίκυκλοι κ αν δεν αποδεικνυόταν η ανεπάρκεια όλων τους, οι οποίοι, κατά το φυσικά αναμενόμενο, έχουν, ομολογουμένως λάμψει, δια της επικυκλούμενης αλυσιτέλειάς τους.
            Και ακριβώς αυτό το τέλος των επικύκλων, ήταν εκείνο, που περίμενα, επί <7,5> χρόνια, αφού είχα θεωρήσει ότι το σύνολο των επικύκλων, δεν θα μπορούσε, παρά να είναι πεπερασμένο, κ άρα, κάποτε, οι επίκυκλοι θα τελείωναν, κ τότε, θα έφθανε η στιγμή της έρευνας.
            Η προκλητική, όμως, επίδειξη της δημιουργίας των (17) άρτι σχηματισθέντων επικύκλων, ανέδειξε, πανηγυρικά, κ αυτό το κρίσιμο λάθος μου, χωρίς να μου αφήνει, πλέον, κανένα περιθώριο, για, έστω κ ηθελημένες, παρανοήσεις.
            Οι (17) νεόκοποι επίκυκλοι αποδεικνύουν ότι το σύνολο των επικύκλων δεν είναι πεπερασμένο, αλλά, κατά γεωμετρική πρόοδο, εντεταλμένα εκτεινόμενο· κ άρα οι επίκυκλοι δεν θα τελειώσουν ποτέ· κ άρα, δεν θα φθάσει, ποτέ, η στιγμή της έρευνας· κ άρα δεν θα έχω ποτέ, την δυνατότητα να χρησιμοποιήσω το μοναδικό όπλο στον αγώνα για την ανόρθωση της τιμής.
            Είναι, πράγματι, αδιαμφισβήτητη η αξία της τιμής, που καταμετρούν οι άλλοι στον καθένα μας· όμως, εκείνη, που έχει την μονοσήμαντα αδιαπραγμάτευτη αξία, είναι η Τιμή·
αυτή, δηλαδή, που ο καθένας αλάνθαστα, καταμετρά στον εαυτό του,
ακριβώς, επειδή, από τον εαυτό του, κανείς δεν μπορεί να κρύψει την αλήθεια.
            Και γι’αυτό, ήταν η Τιμή μου,
εκείνη, που μου επέβαλε να αγωνιστώ για την
            ανόρθωση της τιμής·
εκείνη, που μου επέβαλε να προβώ στην αυτοενεχυρίαση,
            προκειμένου να εξεταστεί, απρόσκοπτα, το αίτημα
            μου για έρευνα·
εκείνη, που μου επέβαλλε να παραμένω, επί <7,5>χρόνια,
            ως ενέχυρο,
            «τοις κείνων (εφευ)ρήμασι πειθόμενη».

            Και γι’αυτό , είναι η Τιμή μου, κ πάλι,
εκείνη, που, πλέον, μου επιβάλλει την άμεση απενεχυρίαση μου,
            αφού, η έρευνα δεν πρόκειται ποτέ να διαταχθεί, κ άρα, η αυτοενεχυρίαση απώλεσε το σκοπό της

            Και γι’αυτό , είναι η Τιμή μου,
εκείνη, που, πλέον, μου επιβάλλει, όχι, μόνο, να
αποδεχθώ, αλλά και να δηλώσω ότι ο αγώνας έλαβε τέλος·
κ άρα, οφείλω να αποσυρθώ.

            Οφείλω να αποσυρθώ, γιατί δεν υπάρχει πια αγώνας· ο αγώνας πρέπει να έχει τέλος αμφίσημο· δηλαδή, πρέπει να έχει και σκοπό, αλλά πρέπει να έχει κ λήξη·  αλλοιώς, δεν είναι αγώνας· είναι σισύφειο τέχνασμα.
            Και σ’αυτό, λοιπόν, το σισύφειο τέχνασμα, που αντιπροσωπεύει την εντεταλμένα ευτελή μετατροπή του αγώνα μου για την ανόρθωση της τιμής, αρνούμαι, κατηγορηματικά, να συμμετέχω, γιατί αρνούμαι, να στερηθώ, την ταυτότητα του αγωνιστή της Τιμής.
            Κι όταν η Τιμή είναι εκείνη, που επιβάλλει και υπαγορεύει τους όρους του αγώνα, τότε, αυτός ο αγώνας μπορεί να τελειώσει μόνον, είτε με νίκη, είτε με ήττα.
            Είναι αδύνατον να τελειώσει με ισοπαλία κ πολύ περισσότερο, είναι αδύνατον να τελειώσει με διαπραγμάτευση κ παράδοση.
            Και αφού, χωρίς όπλο, είναι αδύνατον να υπάρξει έντιμη νίκη, οφείλω , πλέον, να αποδεχθώ την ήττα μου.
            Ναι, ηττήθηκα.
            Δεν ηττήθηκα, όμως, από την Δικαιοσύνη, αλλά από την άλω της Δικαιοσύνης, μέσα από την οποία, επιτεύχθηκε η διάθλαση της αλήθειας σε εντεταλμένα αληθοφανή απεικάσματα, που κατόρθωσαν να επικρατήσουν, υπηρετώντας κ αναδεικνύοντας τον πυγμαίο εαυτό των εντολέων τους.
            Ωστόσο, η ήττα μου αντιπροσωπεύει, μόνο, την αποτυχία μου στην ανόρθωσή της, έξωθεν, αποδιδόμενης τιμής,
ενώ, κατά κανέναν τρόπο, δεν ισοδυναμεί με ήττα κ υποστολή της Τιμής μου.
            Ήττα της Τιμής μου, θα ήταν να μην αγωνιστώ για την ανόρθωση της τιμής· γι’αυτό και αγωνίστηκα.
            Ήττα της Τιμής μου, θα ήταν να επιδιώξω μια άτιμη νίκη· γι’αυτό, κ δεν την επεδίωξα.
            Ήττα της Τιμής μου, όμως, θα ήταν κ να διαπραγματευθώ την ήττα μου· γι’αυτό, κ δεν θα την διαπραγματευθώ.
            Άλλωστε, με βάση τον τρόπο αντιμετώπισης της ήττας, όσοι την έχουν υποστεί διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:   
σ’εκείνους που την διαπραγματεύονται, καθώς ακολουθούν εκείνη την αξιακή δίαιτα, που τους επιτρέπει να πουν: «Πέταξα, βέβαια, την ασπίδα μου, μπορώ, όμως, πάντα να αγοράσω μία άλλη»
[ελεύθερη απόδοση στίχων του Αρχίλοχου]
κ σ’εκείνους, που δεν διαπραγματεύονται την ήττα τους, αφού, με βάση τον δικό τους αξιακό κώδικα, εάν δεν κατορθώσουν «ταν»
τότε, δεν έχουν παρά, μόνο, μία συνειδητή επιλογή:
να καταλήξουν «επί τας».
            Αυτή είναι, λοιπόν, η μοναδική συνειδητή επιλογή, που έχω, προκειμένου να υπερασπίσω τον δικό μου στόχο.
            Και επειδή, ο μονοσήμαντος εν συνόλω, στόχος μου, είναι να μην ηττηθεί ποτέ η Τιμή μου, οφείλω απενεχυριαζόμενη, να ασκήσω, πλέον, το, ουδέποτε εκχωρηθέν, δικαίωμα αυτοδιάθεσης.
            Όταν, όμως, η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, καταλήγει να αποτελεί την έσχατη υπεράσπιση της Τιμής, τότε δεν υπάρχει περιθώριο· η έσχατη υπεράσπιση υποχρεούται να είναι κ αποτελεσματική.
            Για να είναι όμως, αποτελεσματική, δεν αρκεί μόνο, η άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσής· είναι συνδυαστικά απαραίτητη κ η αρμόζουσα επιλογή του πλαισίου άσκησης αυτού του δικαιώματος, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η υπεράσπιση της Τιμής, μόνο, εν Τιμή.
            Αυτή, λοιπόν η εν Τιμή, άσκηση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης, είναι το ατομικό ύστατο αγώνισμα, που διεξάγεται υποχρεωτικά κ μόνο σε συνθήκες πλήρους διαφάνειας, αφού, ο αγωνιστής έχει κ την αδιαπραγμάτευτη υποχρέωση να διασφαλίσει ότι οι παρευρισκόμενοι γύρω από τον αγωνιστικό χώρο, σε όποια θέση κι αν βρίσκονται, θα συνεχίσουν, κ μετά την λήξη του αγωνίσματος, να χαρακτηρίζονται, μόνον, με την πραγματική τους ιδιότητα, δηλαδή, εκείνη, των θεατών, αφού εξ ορισμού, δεν έχουν καμμία ευθύνη κ καμμία ανάμιξη σε κανένα στάδιο του αγώνα.
            Εν προκειμένω,
συνυπολογίζοντας κ τον εγκλεισμό, στον οποίο υπόκειμαι, ο μοναδικός, συνδυαστικά συμβατός, τρόπος, που θα μου επιτρέψει, αν κ έγκλειστη, να ασκήσω, εν Τιμή, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, είναι η άρνηση σίτισης.

            Δηλώνω, λοιπόν,
ότι συνεπής, απέναντι στο Χρέος μου, να μην επιτρέψω να ηττηθεί ποτέ η Τιμή μου,
ξεκινώ, εν πλήρει συνειδήσει,
την διαδικασία απενεχυρίασης μου,
ασκώντας ως την έσχατη υπεράσπιση,
το δικαίωμα αυτοδιάθεσης,
            δια της άρνησης σίτισης.
Μέσω της παρούσας δημοσιοποίησης της αμετακίνητης, εξ Ανάγκης απόφασής μου, εξασφαλίζεται η απαραίτητη διαφάνεια, έτσι ώστε, ο δικός μου αγώνας να μην θίξει, σε καμμία περίπτωση, εκείνους, που, θεσμικά, εξαιτίας, του εγκλεισμού μου, έχουν επωμισθεί την ευθύνη της προστασίας μου, καθώς γι΄αυτούς, εκφράζω, μόνον εκτίμηση· εκτίμηση, που πηγάζει από το ότι, επί <7,5>χρόνια, είμαι μάρτυρας της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, με τρόπο που περιποιεί τιμή, πρωτευόντως, στον εαυτό τους κ δευτερευόντως, στον σκοπό της αποστολής τους.
            Προκειμένου, δε, να αποφευχθεί κ η όποια ερμηνευτική πλειοδοσία, ως προς την απόφασή μου να ασκήσω το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, μέσω της άρνησης σίτισης, κρίνω αναγκαίο να ξεκαθαρίσω ότι η άρνηση σίτισης δεν ισοδυναμεί με απεργία πείνας· η δήλωση απεργία πείνας συνοδεύεται από την υποβολή αιτημάτων προς ικανοποίηση, ενώ, η ανακοίνωση της δικής μου απόφασης για την άρνηση σίτισης, δεν συνοδεύεται από την υποβολή κανενός αιτήματος.
            Και ευλόγως, δεν υποβάλλω κανένα αίτημα, αφού, η απόφασή μου να ασκήσω το δικαίωμα αυτοδιάθεσης, στοχεύει αποκλειστικά κ μόνο, στην έσχατη υπεράσπιση της Τιμής μου κ δεν αποτελεί, σε καμμία περίπτωση, μοχλό της όποιας διαπραγμάτευσης.
            Άλλωστε, όσο κι αν αυτό μου κοστίζει, κ ανεξάρτητα από τις συνέπειες της όποιας ακύρωσης υφίσταμαι,
είναι γεγονός, ότι δεν ανταλλάσσομαι·
όπως είναι κ γεγονός, ότι δεν δέχομαι, ούτε να θέτω, ούτε να μου θέτουν, τελεσίγραφα· κ αυτό, γιατί εκτός του αυτοσεβασμού μου, που τηρεί απόσταση ασφαλείας από αυτά, πρεσβεύω κ ότι τα τελεσίγραφα δεν έχουν θέση σε δύο περιπτώσεις:
όταν υπάρχει άλλη διέξοδος κ
όταν δεν υπάρχει καμμία διέξοδος.

            Θεωρώ, όμως, ότι μου επιτρέπεται να εκφράσω έναν τελευταίο συλλογισμό· έναν συλλογισμό,  που, έστω κ κατ’ελάχιστη πιθανότητα, μπορεί, κάποτε, να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού.
            Αν τεθεί, λοιπόν ως αδιαπραγμάτευτη παραδοχή ότι η Δικαιοσύνη οφείλει κ να μην αρκείται, σε καμμία περίπτωση, στο «(επί)χρίσμα της αλήθειας», τότε καταλήγουμε, υποχρεωτικά, στην αναγνώριση της ανάγκης να θεσπιστεί, επιτέλους, εκείνο το πλαίσιο, που θα διασφαλίζει ότι οι λειτουργοί της Δικαιοσύνης, θα είναι, εκ του νόμου, υποχρεωμένοι κ όχι, κατά την κρίση τους – όπως συμβαίνει τώρα- να διατάσσουν κάθε ενέργεια, που θα συμβάλει, ως εκ της φύσεώς της, στην ανάδειξη της αλήθειας.
            Ειδικά αναφερόμενη στην κατηγορία των οικονομικών αδικημάτων, που, εξαιτίας της φύσης τους, η οποία, δεν επιτρέπει αμφίσημες ερμηνείες, ενώ, δεν επιδέχονται κ αμφίσημες προσεγγίσεις, εν τούτοις, συμβαίνει το αδιανόητο : το ότι, δηλαδή, επαφίεται στην κρίση των δικαστικών αρχών, η απόφαση για τη διεξαγωγή ή όχι, ερευνητικών ενεργειών, ενώ έπρεπε να διατάσσεται, υποχρεωτικά, η διεξαγωγή τους, αφού, αυτές είναι, εξ ορισμού, οι μονοσήμαντα αναγκαίες για την διαλεύκανση των οικονομικών αδικημάτων· κ είναι αναγκαίες γιατί τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτές, είναι, εξ ορισμού, αδιαμφισβήτητα· κ είναι αδιαμφισβήτητα, αφού, πρόκειται για αριθμητικά μεγέθη, αλλά κ για τα ίχνη, που αυτά αφήνουν.
            Και πράγματι, είναι αδιανόητο, το αδιαμφισβήτητο να τίθεται υπό κρίση, προκειμένου να ληφθεί απόφαση, επί της καταλληλότητας τους· πόσο, μάλλον, όταν, μόνο, μέσω αυτού του αδιαμφισβήτητου, αναδεικνύεται και αποδεικνύεται η αλήθεια· υπό την θεμελιώδη, βέβαια, αίρεση, το ζητούμενο, να είναι η αλήθεια.

Ιστάμενη, εντέλει,
ενώπιον του Χρέους μου, δηλώνω ότι, ως ελαχίστη, φυσικά κ δεν μπορώ να γνωρίζω τι, ακριβώς εννοούσε ο Ηράκλειτος, όταν έλεγε ότι «δαίμων του ανθρώπου είναι το ήθος του» · αυτό, όμως, που γνωρίζω, είναι ότι το δικό μου σύνολο ήθος,
ρητά και κατηγορηματικά
μου απαγορεύει να αποστατήσω από τον εαυτό μου·
            κ τούτο, γιατί
η Τιμή μου δεν τιμάται
            κ άρα
δεν εξαγοράζεται, ούτε με την ίδια μου την ανάσα,



                                                Κωνσταντίνα Γ. Σχίζα


          

Αναγνώστες