ο αγώνας τελειώνει πάντα είτε με νίκη είτε με ήττα...ποτέ με παράδοση

Αλυσίδα...

Ο πόνος μέσα της ήταν μεγάλος...Πάλευε τις νύχτες με τον εαυτό της...χτυπιόταν.
Την παρατηρούσα όπως έκανα πάντα...μάζευα την εικόνα της...με βοηθούσε να την κοιτάω...ανέβαινα ψηλότερα και μπορούσα να την ακούω καλύτερα...
Ο πόνος της αφορούσε ανθρώπους που άθελα της είχαν πληγωθεί...είχε κληθεί να κλείσει πληγές που δεν γνώριζε πως άνοιξαν...Ποιος είναι ικανός να θεραπεύσει αν δεν γνωρίζει την ασθένεια?
Όταν ένα πλοίο βυθιστεί πρέπει να το ανασύρεις για να ανακαλύψεις τι προκάλεσε τη βύθισή του...
Κανένας δεν συνέβαλε στην ανάσυρση...όλοι ζητούσαν ευθύνες από Εκείνη...
Δεν το έβαλε ποτέ κάτω, όσα εμπόδια και να Της τοποθέτησαν...
Σχεδίασε το πλοίο στο τετραδιάκι της και ξεκίνησε να χαράζει την πορεία του...πήγαινε μπρος πίσω με σκοπό να ανακαλύπτει λύσεις για το πρόβλημα και προβλήματα που οδηγούσαν σε νέες λύσεις...
Στην αρχή απλώς την κοιτούσα, δεν ήξερα αν αυτό είχε νόημα...δεν έβγαζα άκρη...
Μετά από πολλές νύχτες που την παρατηρούσα να παλεύει με τις ανάσες της, να πετάγεται και να σημειώνει κάτι καινούριο αποφάσισα να βοηθήσω...όχι ποτέ δεν με ενδιέφερε η πορεία του πλοίου...ούτε τα αίτια της βύθισης...είχα διαφορετική άποψη και ήμουν κατηγορηματική...
Αν ήθελαν ευθύνες, θα πρέπει, όλοι μαζί να αγωνιστούν, για να ανασυρθεί το πλοίο...
Δεν ήθελαν...
Είχαν ξεχάσει το στόχο, δεν ξέρανε ποια τι έψαχναν...
Μόνο Εκείνη ήταν πιστή στον αρχικό στόχο και συνέχιζε να ψάχνει αυτό που αναζητούσαν όλοι. Έψαχνε για εκείνους...που δεν την είχαν κοιτάξει ποτέ...
Ήθελα να είμαι δίπλα Της, πήρα λοιπόν ένα τετραδιάκι και ξεκίνησα να γράφω ότι Εκείνη δεν προλάβαινε...αριθμούς, συντεταγμένες, προσθέσεις, αφαιρέσεις, διαιρέσεις...
Δεν με απασχολούσαν αυτά, εκείνο που είχε νόημα ήταν το χαμόγελο Της που μεγάλωνε συνεχώς βλέποντας με να είμαι εκεί, σαν να ήμουν μια καινούρια πηγή Φωτός για κείνη...σαν να της έδινα ακόμα περισσότερο φως
Γράφαμε ασταμάτητα...που και που, μου μιλούσε, αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγε...γελούσε και συνέχιζε να γράφει...χαμογελούσα που μπορούσε να αγκαλιάζει το κενό που υπήρχε ανάμεσα μας, να με αγγίζει, και να γίνεται πιο φωτεινή...
Σκεφτόμουν το χαμόγελό της κάθε που με κοιτούσε και...πήρα μια απόφαση...δεν θα την ενέκρινε αλλά όφειλα να το προσπαθήσω
Ξεκίνησα να βγαίνω από το γυάλινο κόσμο για να εντοπίσω εκείνα τα μάτια που θα μπορούσαν να της δώσουν κι άλλο φως...έψαχνα τις ψυχές που θα μπορούσαν να διαπεράσουν το γυαλί...με το καιρό κατάλαβα, ότι, αυτό που πάλευα να πετύχω, απλά δεν ήταν εφικτό...δεν μπορείς να υποδείξεις σε μια ψυχή πως να συμπεριφερθεί, δεν μπορείς να επιβάλεις κάποιον να κοιτάξει κατάματα τον ήλιο...δεν ήθελα να ρισκάρω, να σπάσει κάποιος το γυαλί...έτσι, αποφάσισα, να τους ανοίγω εγώ μια μικρή χαραμάδα να κοιτάνε για λίγο...
...Όλοι είχαν ανάγκη από φως αλλά οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να το διαχειριστούν...τους άρεζε, αλλά είχαν συνηθίσει στο σκοτάδι και δεν ήταν διατεθειμένοι να φύγουν από τη βόλεψή τους για να παλέψουν για αυτό...
Εκείνη κοιτούσε διστακτικά κάθε φορά που άνοιγα το γυαλί κάποιος να μπει, δεν της άρεζε...δεν ήθελε κανείς να την βγάζει από την ησυχία και να της δημιουργεί σκιές στο Φως της...μόνο τρεις από όσους κοίταξαν επέστρεψαν...τρεις τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους...
Η αλήθεια ήταν πως μια είχε ενθουσιαστεί τόσο με το φως και την ομορφιά, που σχεδόν δεν μπορούσα να την απομακρύνω...αλλά όλες ακουμπούσαν κομμάτια της ψυχής τους και αυτό Της χάριζε χαμόγελο...
Μια μέρα στο κόσμο μας διείσδυσε ένα κοριτσάκι...τρόμαξα...πως κατάφερε να μπει? Δεν είχα αφήσει καμία χαραμάδα ανοιχτή...ξεκίνησε να μιλάει γρήγορα, πολύ γρήγορα...δεν την προλάβαινα, κοιτούσε με τα μεγάλα της μάτια Εκείνη και έκανε ερωτήσεις...πολλές...είχε και ένα τετραδιάκι και σημείωνε όσο ρωτούσε...μα τι ήταν αυτό? Ρωτούσε για λέξεις, έννοιες και ερμηνείες...και μετά πήρε μια ανάσα και περίμενε τις απαντήσεις
Εκείνη, χαμογέλασε από την ψυχή της και ύστερα στάθηκε απέναντί της σήκωσε το βλέμμα της και την κοίταξε μέσα στα μάτια -ήμουν σίγουρη ότι δεν θα είχε καλό τέλος αυτή η εισβολή- το κοριτσάκι κατέβασε το βλέμμα, σαν να είχε νιώσει ότι είχε διαταράξει την ησυχία της, έκανε να σηκωθεί....μα Εκείνη χτύπησε απαλά το δαχτυλάκι της στο τραπέζι και ξεκίνησε να της δίνει της απαντήσεις...
Έτσι απλά γίναμε πέντε άνθρωποι γύρω της...δεμένοι σαν αλυσίδα...μια αλυσίδα που μπορούσε να φτάσει μέχρι το βυθό και να ανασύρει το πλοίο...

Αναγνώστες