ο αγώνας τελειώνει πάντα είτε με νίκη είτε με ήττα...ποτέ με παράδοση

Διεγείροντας τις αισθήσεις

Ξεκίνησα χωρίς ανάσα να της αφηγούμαι ιστορίες για τη θάλασσα, τα δελφίνια, τη ρότα των πλοίων...δεν σταματούσα να την κοιτάω για να μπορώ να ρουφάω κάθε βλέμμα της...γελούσα δυνατά για να της δώσω την ψυχή μου, να την κάνω να χαμογελάσει...αλλά δεν μου επέτρεπε ακόμα να εισέλθω βαθύτερα...
Έβλεπα στο βλέμμα της το χαμόγελο, να σχηματίζεται, αλλά σχεδόν ποτέ στα χείλη της...άκουγε τις ιστορίες μου και ρούφαγε κάθε μου λέξη...και μετά έπιανε το ακουστικό και την κοιτούσα που το σώμα της τραντάζονταν και πάλι...όχι από κλάμα αλλά από γέλιο...κάπου εκεί θα ήμουν και εγώ με τις ιστορίες μου σκεφτόμουν...

Τα βράδια γυρνούσα στο σκοτάδι... οι ψυχές γύρω μου με ενοχλούσαν...κάνανε θόρυβο κλαίγανε φωνάζανε...ήθελα να ξημερώσει για να γυρίσω σε Εκείνη.
Κάθε πρωί με τον ίδιο τρόπο εισχωρούσα στο γυάλινο κόσμο και δεν ήθελα να βγω...μέρα με την μέρα έριχνα και από ένα τουβλάκι του τείχους που είχε σηκώσει και ερχόμουν πιο κοντά...

Ένα μεσημέρι θέλοντας να την κάνω να χαμογελάσει, αποφάσισα να φτιάξω κρέπες με σοκολάτα...ήξερα πως δεν θα το δεχόταν, αλλά έβαλα όλη την ψυχή μου και τις έκανα μούρλια...ακόμα θυμάμαι πόσα μάτια είχα μαζέψει γύρω μου...ο χώρος δεν μύριζε πια σαπίλα...η σοκολάτα είχε διεγείρει τις αισθήσεις των ανθρώπων...ξαφνικά ένιωθα πως όλοι χαμογελούσαν...
Πήρα λοιπόν πιάτα και τα γέμισα και πήγα και τα μοίρασα... σε ανθρώπους που γνώριζα και σε  ανθρώπους  άγνωστους, όλοι όσοι χαμογελούσαν είχαν κερδίσει ένα κομμάτι μου...



Το καλύτερο το κράτησα για Εκείνη...εισχώρησα στο κόσμο της, πήρα το πιατάκι της, τοποθέτησα την πιο νόστιμη μου δημιουργία, την πασπάλισα με σοκολάτα και αγάπη και επέστρεψα...την ακούμπησα απαλά στο τραπεζάκι της και έφυγα...ήξερα πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο που είχα πάρει...κινδύνευα να  ξεπεράσω τα περιθώρια της και να χάσω κάθε δίοδο...κρύφτηκα και την παρακολούθησα...έριξε μια γρήγορη ματιά στο πιάτο μα δεν έδωσε καμία σημασία...επέστρεψε στο βιβλίο της...διάβαζε σιωπηλά...κάποια στιγμή σαν η μυρωδιά να της γαργάλισε τη μύτη και σηκώθηκε άγγιξε με το ένα δαχτυλάκι της το πιάτο και το έσπρωξε πιο πέρα...
Είχα κάνει λάθος...μα το κομμάτι της ψυχής μου δεν μπορούσε να το είχε αγνοήσει...ήταν εκεί μέσα στο πιατάκι...
Πέρασε ώρα...ξαφνικά σηκώθηκε...έπλυνε τα χεράκια της...έβγαλε από μια σακουλίτσα ένα πιρουνάκι και ένα μαχαιράκι... έφερε κοντά της χαρτοπετσετούλες, κάθισε και σαν να γευμάτιζε στο πιο ακριβό εστιατόριο που μόλις της έχει σερβίρει την σπεσιαλιτέ της...ξεκίνησε να τρώει
Στην πρώτη μπουκιά...με πήρε μαζί της κλείνοντας τα μάτια...με ταξίδεψε στα πιο όμορφα μέρη του κόσμου και όταν τα άνοιξε...με εντόπισε...με κοίταξε και μου χαμογέλασε!

Της έστειλα το πιο γλυκό μου χαμόγελο και έφυγα χαρούμενη  

3 σχόλια:

Ἅ λ ς είπε...

αχ πώς θα μπορουσε αλλωστε να αντισταθει σε αυτο το υπεροχο πιατο που περιείχε ένα κομμάτι της ψυχής σου;;;

ή ταν ή επί τας είπε...

:) νομίζω ότι κανείς δεν μπορεί να αντισταθεί όταν κάτι περιέχει κομμάτια της ψυχής μας

tzonakos είπε...

Δεν εχω καταλάβει για ποιάν μιλάς.
Δεν εχει σημασία όμως, φαίνεται οτι νοιάζεσαι πολύ και οτι προσπαθείς να δεις μέσα της, να επικοινωνήσεις όσο πιο βαθιά γίνεται.

Αναγνώστες